Text Resize

-A A +A

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ-ΚΑΜΗΛΑΚΗ
Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Από την πανσπερμία των Αρχαίων Αθηναίων στα φθινοπωρινά «πολυσπόρια» των Νεοελλήνων - Η  Παναγία η Μεσοσπορίτισσα και το Μουσείο του Ψωμιού στην Αμφίκλεια. 

     Δεν προσκομίζω καμιά νέα θεωρία υποστηρίζοντας ότι  πολλές εορταστικές και τελετουργικές διαδικασίες της λατρείας των τελευταίων χρόνων  της μεταγενέστερης αρχαιότητας παρέμειναν στο χριστιανικό εορτολόγιο και προσαμόστηκαν προς τις παραδόσεις και το τυπικό της νέας θρησκείας (Χριστούγεννα προς τη γέννηση του Ήλιου, εορτή των Καλανδών-Πρωτοχρονιά, θυσίες ζώων σε πανηγύρια κ.ά.).  Επίσης γιορτές  στον κύκλο  του χρόνου χωρίς  ούτε την χριστιανική επικάλυψη, όπως η Πρωτομαρτιά (χελιδόνισμα, χτύπημα κουδουνιών), η Πρωτομαγιά,  η γιορτή του Λιοτροπιού (24 Ιουνίου, θερινές τροπές του Ήλιου), η πρώτη Σεπτεμβρίου, οι κήποι του Aδωνη και ανάλογα μαγικολατρευτικά έθιμα, οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου και  της Αποκριάς, οι ιεροί  άροτοι (οργώματα) και άλλα έθιμα που συνοδεύουν την αρχή ή το τέλος της σποράς, του  θερισμού και του αλωνισμού, λείψανα οργιαστικών λατρειών (Αναστενάρια κ.ά.),  η Πολυσπορίτισσα με την πανσπερμία.

     Πολλά από τα λατρευτικά έθιμα, όπως ήδη επισημαίνει ο Γ. Μέγας, είναι αγροτικά, με πανάρχαιες ρίζες και αφορούν στην προσπάθεια εξευμενισμού αφ’ ενός και ευχαριστιών αφ’ ετέρου προς τον δαίμονα  της βλάστησης με την προσδοκία της καλής εσοδείας.  Επειδή μάλιστα οι καιρικές συνθήκες δεν είναι σε όλη την Ελλάδα οι ίδιες  η έναρξη των αγροτικών εργασιών, και κυρίως της σποράς, δεν γίνεται συγχρόνως και έτσι τα έθιμα,  κατά  βάσιν ίδια γίνονται σε διαφορετικές ημέρες που απέχουν λίγο μεταξύ τους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου σφραγίζει το τέλος ή αλλού το  μέσον της  σποράς. Έτσι ο λαός τη λέει Αποσπορίτισσα  ή Μεσοσπορίτισσα και τη θεωρεί προστάτρια της σοδειάς (<εισόδια), γι αυτό και «Αποσοδειά» και προς τιμήν της «εισάγει» συμβολικά, κατά  αρχαία συνήθεια (πανσπερμία) στο ναό «πολυσπόρια», η «μπουμπόλια»  ή «μπουσμπουρέλια».  Την παραμονή ή και ανήμερα των Εισοδίων, αλλά και του αγίου  Ανδρέα,  με έσχατο χρονικό  όριο  της αγίας Βαρβάρας (4  Δεκεμβρίου), οι  νοικοκυρές έβραζαν πολλά σπόρια μαζί: σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι, φασόλια, ρεβύθια, κουκκιά  και τα μοίραζαν υπό τύπον κολλύβων στη γειτονιά «για να γίνουν τα σπαρμένα». Από αυτά ένα πιάτο  «εισάγουν» στην εκκλησία, όπου διαβάζεται κατά τη λειτουργία και μοιράζεται  στο εκκλησίασμα.  Ένα μέρος του επιστρέφεται στο  σπίτι. Από αυτό έχουν μερίδιο και τα ζώα, ιδιαίτερα «οι αροτήρες  βόες», «τα καματερά βούγια» και το υπόλοιπο το ρίχνει ο γεωργός στο χωράφι για «να αναπαυθεί ο σπόρος». Αλλού παίρνουν πολυσπόρια  και πάνε στη βρύση για να την ταϊσουν ή να την νίψουν.  Ρίχνουν τα σπόρια στο νερό και λένε: «Όπως τρέχει το νερό να τρέχει το βιό». Κατόπιν παίρνουν νερό και γυρίζουν στο σπίτι. Η  προσφορά  της πανσπερμιάς είχε και τον χαρακτήρα κολλύβων προς τους νεκρούς. Είναι  άλλωστε γνωστό ότι όσπρια είναι το κύριο  φαγητό  των νεκροδείπνων και μνημοσύνων. Οι αρχαίοι εξ άλλου προσέφεραν πανσπερμία στη Δήμητρα και τους Δαίμονες της ευφορίας της γης καθώς και στον ψυχοπομπό Διόνυσο και τις  ψυχές των νεκρών, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, τους λεγομένους Χύ-τρους, όταν  ήταν ανοιχτός ο Aδης. Αλλά και κατά την εποχή  της συγκομιδής καρπών των δένδρων, που συμπίπτει με τους μήνες Οκτώβριο-Νοέμβριο, τον μήνα Πυανεψιώνα, μοίραζαν κουκκιά.  Η μετάληψη της πανσπερμίας μετέδιδε στους μετέχοντες καλή τύχη. Ο Μ.Nilsson χαρακτηρίζει τη  συνήθεια των πολυσπορίων-πανσπερμίας ένα από τα πιό χαρακτηριστικά παραδείγματα συνέχειας ανά τους αιώνες μιάς λατρευτικής συνήθειας, που ανήκει στο στρώμα της λαϊκής θρησκείας. 

     Στην Παναγία-Δήμητρα, όπως εύστοχα  παρατηρεί ο αείμνηστος Καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος,  προσφέρεται  «ευχαριστήρια πανσπερμία για το καλό που πέρα-σε και για το καλό που πρέπει να συνεχιστεί» καθώς η σοδειά του καλοκαιριού έχει καταναλωθεί σχεδόν  κατά το ήμισυ:

              «Μισό ’φαγα , μισό ΄σπειρα, μισό  ’χω να περάσω».

     Προσαρμοσμένη σε πιο σύγχρονες ανάγκες η γιορτή στην αγροτική Αμφίκλεια Φθιώτιδας (π.Δαδί) την ημέρα αυτή όπως σημειώνει  η Δαδιώτισσα κ. Ανθή Πράσσου: «Στις 21 Νοεμβρίου στην Αμφίκλεια γίνεται μονοκκλησιά  στη Μητρόπολη, με αρτοκλασία  και περιφορά της εικόνας της Παναγίας στα  γραφικά σοκάκια. Αυτή την ημέρα γιορτάζουν οι αγρότες μας. Παλιότερα πήγαιναν κι ένα πιάτο  με  βρασμένους  καρπούς (σιτάρι, κριθάρι, ρεβύθια, φασόλια κ.ά.) και με αυτά τάιζαν τα ζωντανά. Ως τιμώμενα πρόσωπα οι αγρότες περνούν από τα γραφεία των γεωργικών συνεταιρισμών να φιλευτούν  και να τους ευχηθούν υγεία και καλά μπιρικέτια (σοδειά). Ο Δαδιώτης αγρότης λέει: «Το μισό έφαγα,  το μισό έσπειρα, το μισό έχω στην κοφ’νίδα(1)».

     Τα Εισόδια αντιστοιχούν,  όπως είναι γνωστό,  με την τελετουργική είσοδό της Θεοτόκου στα «Aγια των αγίων», αφού οι γονείς της, λόγω της συλλήψεώς της σε προχωρημένη ηλικία,  θεώρησαν τη γέννησή της θαύμα και την αφιέρωσαν σε  ηλικία τριών ετών στο ναό. Ανάλογη  με την ηλικία και την τελετουργία είναι και η εικονογραφία της ημέρας, σύμφωνα με την οποία η Παναγία νήπιο εισέρχεται στο Ναό, συνοδευόμενη από λαμπαδηφόρες παρθένες και τους γονείς της. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Δημ. Λουκάτος  (Τα Φθινοπωρινά, σ. 130-151, εδώ σ. 132) ο λαός τα Εισόδια της Παναγίας έχει συνδέσει εύστοχα με την είσοδο στο χειμώνα αλλά και με τη σοδειά του, αφού βρίσκεται στην  αρχή του χειμώνα και  σηματοδοτεί το τέλος περίπου της εσοδείας (έχουν συγκεντρωθεί σχεδόν όλοι οι καρποί στο σπίτι) και  την αρχή της νέας περιόδου  με τη σπορά των δημητριακών, που ανάλογα με την περιοχή έχει τελειώσει (Αποσπορίτισσα), η έχει φτάσει στη μέση (Μεσοσπορίτισσα)  ή και στην αρχή ακόμη (Αρχισπειρίστρα).

     Η Παναγία, λοιπόν, συνδέεται με την καλή σοδειά (Καλοσοδειά), τη γονιμότητα της γης,  πράγμα που δηλώνει και η εθιμική πανσπερμία, η προσφορά δηλαδή την ημέρα αυτή σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο φαγητού που παρασκευάζεται από πολλούς σπόρους μαζί. Ο λαός το λέει πολυσπόρια ή μπόλια, η μπομπόλια, μπουσμπουρέλια.

     Είναι επίσης, φυσικό,  την εποχή αυτή, πέρασμα από μιά εποχή σε άλλη, να γίνονται μετεωρολογικές προβλέψεις και παρατηρήσεις για τις ημέρες που θα ακολουθήσουν. Παρατηρώντας ότι από αυτή την ημέρα ο αστερισμός της Πλειάδας (Πούλια) αρχίζει να μην είναι ορατός (βασιλεύει) προβλέπουν ότι ο καιρός θα είναι καλός ή κακός ανάλογα για σαράντα ημέρες. Μάλιστα  πιστεύουν ότι όσα σπείρονται μέχρι τις 21 Νοεμβρίου φυτρώνουν γρήγορα. Όσα σπείρονται από κει  και πέρα αργούν να φυτρώσουν. Φυτρώ-νουν σε σαράντα ημέρες, αφού τα προλαβαίνει ο χειμώνας, που έχει  παραγγείλει εδώ και λίγες ημέρες: «τ’ άη Μηνός (11 Νοεμβρίου) εμήνυσα και τ’άη Φιλίππου(14 Νοεμβρίου) αυτού είμαι //  μήτε τσοπάνος στα βουνά μήτε ζευγάς  στον κάμπο».  Τη δύση της Πλειάδος θεωρούσαν και οι αρχαίοι ως  αρχή του χειμώνα και  γι αυτό προτιμούσαν  να σπέρνουν ενωρίτερα, πάντως όχι  αργότερα από όσο οι σημερινοί. Οι  Βυζαντινοί συγγραφείς  αναφέρουν επίσης ότι η σπορά άρχιζε με την δύση των Πλειάδων  και την αναχώρηση  των γεράνων, δηλ. κατά  τον Νοέμβριο, μερικοί μάλιστα όριζαν την 11η ή 13η  του μηνός ως τις  καταλληλότερες. Πολλοί έσπερναν και τον Οκτώβριο (Γεωπονικά 3,2,4).  

     Οι γνωρίζοντες τις αρχαίες  λατρευτικές συνήθειες κάνουν εύκολα τις αναγωγές τους στις αγροτικές γιορτές, όπως τα Θεσμοφόρια (τον  Νοέμβριο) για την ευδοκίμηση του σίτου,  μετά  τη σπορά, αλλά και προς το «ευγενέστερον και λεπτότερον άνθος της ελληνικής  λαϊκής  θρησκείας» τα Ελευσίνια Μυστήρια, αγροτική κατ’αρχάς εορτή, τελούμενη κατά την εποχή της φθινοπωρινής σποράς με κεντρική  ιδέα τη ζωή και το θάνατο που συμβολίζει η βλάστηση της νέας εσοδείας με σπόρο από την παλαιά.

Ένα μονογραφικό Μουσείο στην Αμφίκλεια: Από τη  σπορά  στο ψωμί.

    
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται και στη χώρα μας αξιοσημείωτη δραστηριότητα στο χώρο της συγκέντρωσης, διάσωσης, μελέτης, προβολής και αξιοποίησης των τεκμηρίων του παραδοσιακού πολιτισμού παράλληλα με τη δημιουργία ποικίλης μορφής και περιεχομένου λαογραφικών και άλλων συγγενών  μουσείων και συλλογών. Η Μουσειολογία, στην οποία ανήκει και η Λαογραφική Μουσειολογία, έχει εξελιχθεί σε επιστήμη και έχει εισαχθεί στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

     Γιορτή των γεωργών η Μεσοσπορίτισσα έδωσε την ιδέα στον τοπικό Λαογραφικό Χορευτικό  Σύλλογο Αμφίκλειας  «Δαδιώτικη Εστία» με πρωτοβουλία της κας Ανθής Πράσσου και του αδελφού της κ. Ευσταθίου Πανουργιά να οργανώσουν για πρώτη φορά το 1984, και από τότε να οργανώνουν κάθε δυό χρόνια, τριήμερη έκθεση ψωμιού  και άλλων παραδοσιακών παρασκευασμάτων  από δημητριακά. Στην έκθεση εκτίθενται ψωμιά που  έχουν σχέση με την καθημερινή διατροφή των κατοίκων της περιοχής, ψωμιά που ζυμώνονται σε συγκεκριμένες γιορτές και για διάφορους  λόγους  στον κύκλο του χρόνου (Χριστούγεννα, Πάσχα, θερισμό κλπ.), στον κύκλο της ζωής (γέννηση, γάμο, θάνατο), λατρευτικά ψωμιά κ.ά. Από το σκυλόψωμο για τον φύλακα του κοπαδιού(2) ώς την πίττα της πρωτοχρονιάς με τον «οικουρό όφι»(3). Και με αφορμή αυτή την έκθεση ξεκίνησε και προχώρησε  η ιδέα δημιουργίας ενός Μουσείου του Ψωμιού στην Αμφίκλεια.  Οι συγκυρίες στον ελληνικό χώρο είναι που συχνά δημιουργούν ιστορία.  Η γνωριμία της κ. Πράσσου με την  κ. Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη, που ήδη είχε εκδόσει ένα βιβλίο για το ψωμί στην Κρήτη, στάθηκε αφορμή για την πρώτη επίσκεψή μου στην Αμφίκλεια πριν από  4  χρόνια  για να δω την έκθεση των  ψωμιών και παράλληλα τη λαογραφική Συλλογή αντικειμένων  του Λαογραφικού Συλλόγου της Αμφίκλειας με στόχο να δημιουργηθεί ένα Λαογραφικό Μουσείο στο χώρο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αμφίκλειας. Η επίσκεψη έγινε με την κ. Σταθάκη. Η  δημιουργία ενός ακόμη  λαογραφικού Μουσείου που θα έπρεπε να προστεθεί σε άλλα που (υπο)λειτουργούν στον ελληνικό χώρο δεν μου ήταν ιδιαίτερα ελκυστική. Ωστόσο η θεαματική έκθεση των ποικίλων άρτων και παραγώγων του σίτου σε μιά περιοχή αγροτική από την αρχαιότητα  με οδηγούσε  σταθερά στην αποδοχή της πρότασης της κ. Σταθάκη να δημιουργηθεί  ένα Μουσείο με μονογραφικό χαρακτήρα. Στο Μουσείο  αυτό θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να αναδειχθούν πανάρχαιοι τρόποι καλλιέργειας των δημητριακών και τα προϊόντα τους. Μετά από συζητήσεις με τον Λαογραφικό Σύλλογο η επιστημονική εμπλοκή  του Κέντρου Λαογραφίας στη δημιουργία ενός μονογραφικού Μουσείου  του Ψωμιού ξεκίνησε πριν από τρία περίπου χρόνια. Κατά το  διάστημα αυτό και χωρίς να αποτελεί αυτό την μοναδική απασχόληση για το Κέντρο η μουσειολόγος κ. Λουίζα Καραπιδάκη, συνεργάτρια του Κέντρου  εργάσθηκε για την  δημιουργία της υποδομής προκειμένου να ακολουθήσει η μουσειακή μελέτη  και  τεκμηρίωση του υλικού του μονογραφικού μουσείου του ψωμιού. Με τη δική της καθοδήγηση έγινε η αρχιτεκτονική μελέτη από το ζεύγος Νικολάου και Μαρίας Μίχου και φθάσαμε στη σημερινή παρουσίαση, που αποτελεί την αρχή μιας νέας περιόδου  για τα πολιτιστικά δεδομένα της περιοχής.

     Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι όσον αφορά στη χρησιμότητα των συλλογών αυτών για τη Λαογραφία δεν είναι αυτονόητη. Οι ειδικοί πρέπει να φροντίζουν για την τεκμηρίωσή τους. Η δημιουργία μουσειακών συλλογών με φιλοδοξίες «Μουσείου» από τοπικούς συλλόγους ή ιδιώτες στηρίχτηκε στη φιλότιμη προσπάθεια κάποιου ρέκτη συνήθως, που σε μια δεδομένη στιγμή συγκέντρωσε σε κάποια αίθουσα ή αποθήκη και έστησε - σε βιτρίνες ή όχι - κάποια αντικείμενα που βρέθηκαν. Οι περισσότερες από τις συλλογές αυτές ξεχάστηκαν, μετά την αποχώρηση του πρώτου ενδιαφερθέντος, σε κά-ποιο χώρο χωρίς καμμιά φροντίδα. Η εμπειρία μου από επιτόπια έρευνα δεν μου επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία για τις συλλογές αυτές. Οχι πως δε με συγκινεί η προσπάθεια, το μεράκι ή οι ρομαντικοί οραματισμοί των συλλογέων και πως από τέτοιες ιδιωτικές προσπάθειες έχουν ξεπηδήσει λαμπρά αποτελέσματα, όπως το Πελοπον-νησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα στο Ναύπλιο, το Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας  στους Βώρους Ηρακλείου,  Η Λαογραφική Συλλογή της Μυκόνου, το Μουσείο της Κοζάνης και πάνω από όλα το Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα. Όμως οι εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι τοπικές συλλογές συνήθως είναι ένα σύνολο αντικειμένων, μικρό ή μεγάλο, χωρίς στοιχεία ταυτότητας και τεκμηρίωση.

     Μ’ αυτές τις απαισιόδοξες για την τύχη και την προσφορά-μακροπρόθεσμα - των τοπικών λαογραφικών συλλογών σκέψεις ομολογώ πως αντιμετώπισα αρχικά και την πρωτοβουλία του Λαογραφικού Χορευτικού Συλλόγου Αμφίκλειας για την ίδρυση και λειτουργία ιστορικού –εθνογραφικού Μουσείου. Το να προστεθεί μια ακόμη συλλογή αντικειμένων στις τόσες άλλες, που φυτοζωούν στον ελληνικό χώρο, δεν θα σήμαινε τίποτε. Όμως η πρόταση ήρθε από την κ. Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη και την κ.  Πράσσου και συνδυάστηκε με μια έκθεση ψωμιών στη γιορτή της Μεσοσπορίτισσας στην Αμφίκλεια. Η κ. Σταθάκη είχε στο βιογραφικό της ένα θαυμάσιο βιβλίο για τα κρητικά ψωμιά και η κ. Πράσσου ήταν τόσο απλά πειστική και όπως αποδείχθηκε σοφά υπομονετική με τις δικές μας εμμονές σε  «δέουσες» ενέργειες και επιστημονικές συνταγές.  Σε όλη την πορεία  της  συνεργασίας ο κ. Πανουργιάς, Πρόεδρος του  Συλλόγου και πρόσφατα ο νέος πρόεδρος κ. Βασιλείου βοήθησαν με ειλικρίνεια για να φθάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα. Η  αλήθεια είναι  ότι  θα  ήθελαν να προχωρήσουν όλα πιό γρήγορα. Όμως τόσο ο κ. Μίχος που  ανέλαβε την μελέτη όσο  και η κ. Καραπιδάκη που επωμίστηκε το βάρος της μουσειολογικής μελέτης και τεκμηρίωσης δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να βιαστούν.  Το καλό πράγμα αργεί. Στην φάση της παρουσίασης των εκθεμάτων συνεργάστηκαν οι συνάδελφοι στο Κέντρο Λαογραφίας, κ. Ευάγγελος Καραμανές, η κ. Ανθούλα Μπάκολη και η κ. Κλεοπάτρα Φατούρου, ενώ στην επιμέλεια των εντύπων ο Παναγιώτης Καμηλάκης.

Μουσείο ψωμιού - λόγοι

     Η ανάγκη δημιουργίας ενός μουσείου της παραδοσιακής Τεχνολογίας στον τομέα των καλλιεργειών και του ψωμιού  προκύπτει από το γεγονός ότι η περιοχή αποτελεί από την αρχαιότητα χώρο παραγωγής δημητριακών και η γεωργία και η κτηνοτροφία υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι βασικές ασχολίες των κατοίκων. Σε συνδυασμό με τα συναφή επαγγέλματα (σιδεράς, σαμαράς, πεταλωτής, αγωγιάτης κ.ά.)

     Βεβαίως πολλά μουσεία και Συλλογές περιέχουν αντικείμενα των εκφάνσεων αυτών του υλικού βίου. Κανένα δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Ποιοί,  λοιπόν, είναι οι λόγοι που συνηγορούν στην απόφαση για τη δημιουργία ενός Μουσείου της Γεωργικής παραδοσιακής Τεχνολογίας και του Ψωμιού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε να γίνει και σε κάποιο άλλο σημείο του ελληνικού ελληνικού χώρου.

     'Ετσι μπορεί να συγκεντρώσει από μια ευρύτερη περιοχή το εθνογραφικό υλικό και συγκεκριμένα τα γεωργικά εργαλεία. Το γεγονός εξ άλλου ότι πρόκειται για μια περιοχή με ιστορικό και προϊστορικό παρελθόν πλούσιο, όπως αποκαλύπτει συνεχώς η αρχαιολογική έρευνα,  αποτελεί ένα επιπλέον ευνοϊκό στοιχείο.

     Περιοχή κατ’ εξοχήν γεωργική και κτηνοτροφική η ευρύτερη Βοιωτία-Φθιώτιδα  από την αρχαιότητα πατρίδα του Ησιόδου (Aσκρα), ο οποίος πρώτος περιγράφει το άροτρο, γνωστό ως «ησιόδειο» δικαιολογεί ένα Μουσείο που να ασχολείται με την εξέλιξη των τρόπων και μεθόδων καλλιέργειας της γης, ουσιαστικά του αγώνα του ανθρώπου, που εξαρτάται άμεσα από τη γη  για την επιβίωσή του.

     Πραγματικό ύμνο στη γεωργία που προέρχεται από γνώση και εκτίμηση της μεγάλης σπουδαιότητάς της για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του και όχι από ρομαντική διάθεση είναι όσα γράφει ο Ξενοφών στον Οικονομικό του και οι άλλοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς που τον μιμήθηκαν: Την γεωργία ούτε οι θεοί δεν αρνήθηκαν να ασκήσουν, γιατί εκτός από την οικονομία του σπιτιού συμβάλλει και στην άσκηση του σώματος των ελευθέρων ανθρώπων… «Γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Εύ μεν γαρ φερομένης της γεωργίας έρρωνται και αι άλλαι τέχναι άπασαι».

     Ο Ησίοδος, λοιπόν, από την Aσκρα της Βοιωτίας συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση και βεβαίως κάθε γεωργό στο έργο του Έργα και Ημέραι πως θα καλλιεργήσει τη γη και από ποιό είδος δένδρου πρέπει να φτειάξει το άροτρο, που είναι δύο ειδών: το αυτόγυον και το πηκτόν. Η περιγραφή του βοιωτικού αρότρου και σκηνών της αρόσεως καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα στον Ορχομενό και τη Θήβα δείχνουν  ότι η περιοχή της υπήρξε σιτοβολώνας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το γεγονός ότι τόσο η ονομασία του αρότρου (αλέτρι) όσο και επιμέρους τμημάτων του διατηρούν τις ίδιες ονομασίες : ιστοβοεύς = ιστοβοάριον = σταβάρι,  αροτροπόδιον = αλετροπόδι, ποδάρι,  ύνις = υνί, εχέτλη = έχερη = χειρολαβίς =χερολάβα, ζεύλα, βουκέντρα,  βωλοκόπος-βωλόσυρος.

     Τα δημητριακά, πανάρχαια καλλιέργεια στον ελληνικό χώρο, έχουν συνδεθεί με την  εξέλιξη του υλικού και ψυχικού βίου των κατοίκων του. Ο άρτος από σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλι, αργότερα καλαμπόκι, σπανίως από κάστανο ή βελανίδι, αποτέλεσε το βασικό είδος διατροφής:  «Όλα είναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι», λέει ο λαός.

     Ακόμη η μεταφορά των δημητριακών, η μεταποίηση τους στο μύλο, την κατ’ εξοχήν μηχανή της προβιομηχανικής κοινωνίας, το ψήσιμο στο φούρνο (οικιακό και συνεταιρικό), οι αποθήκες φύλαξης (σιταποθήκες), η κουζίνα (με την εστία, τα γουδιά, τα καλάθια), τα παρασκευάσματα από σιτάρι και αλεύρι (τραχανάς, μπλιγούρι, παξιμάδι), η εστία, το τραπέζι, ο τρόπος που μοιράζεται στα μέλη της οικογένειας, γιορταστικά ψωμιά, τυρόπιττες, πίττες κ.ά. Η λατρεία του άρτου: θεία κοινωνία, πρόσφορα, κόλλυβα, κουλούρια  κ.ά.  Η μεγάλη πορεία του σπόρου από την εναπόθεσή του στην καλλιεργημένη γη μέχρι την  τοποθέτησή του  στο τραπέζι-Αγία Τράπεζα και την κοινωνία του από τον άνθρωπο ως  καθημερινή  ή συμβολική τροφή. Μια πορεία που πρέπει να ακολουθήσει και το Μουσείο προκειμένου να αναδείξει την πρωταρχική σημασία ενός βασικού για την επιβίωση του ανθρώπου αγαθού, του άρτου-ψωμιού.

     Ο περιορισμός του γνωστικού αντικειμένου του Μουσείου σ’ ένα μόνο τμήμα του λαϊκού πολιτισμού, τον υλικό βίο, και μάλιστα ενός μέρους του αποτελεί πλεονέκτημα για τη σωστή ανάπτυξη του Μουσείου,  καθώς έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τους ερευνητικούς του στόχους και να καταρτίσει συγκεκριμένα  προγράμματα.

     Η μελέτη του υλικού παραδοσιακού πολιτισμού από τα Μουσεία πρέπει να εντάσσεται οργανικά στο σύνολο της μελέτης μιάς κοινωνίας σε χώρο και χρόνο και της δυναμικής σχέσης των ανθρώπων προς τα αντικείμενα. Έτσι η μελέτη του παραδοσιακού υλικού πολιτισμού αποκτά ξεχωριστή σημασία και μπορεί να γίνει το κλειδί προσδιορισμού και μελέτης μιας κοινωνίας ή κοινότητας. Είναι ας πούμε ένα είδος γλώσσας για την καλύτερη κατανόηση της θρησκευτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων.

     Η μουσειολογική εργασία μπορεί να διακριθεί σε εργασία συλλογής τεκμηρίωσης και μελέτης του υλικού και αναζήτηση τρόπων ανάδειξής του στο χώρο του Μουσείου. Οπωσδήποτε έρευνα στοιχείων του υλικού πολιτισμού δε νοείται χωρίς τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό. Η φωτογραφική μηχανή, το κασετόφωνο, η κάμερα κ.ά. Το Κέντρο Λαογραφίας διέθεσε επιστημονική γνώση και τεχνογνωσία και με το ελάχιστο για τον Σύλλογο κόστος-σημαντικότατο για τα οικονομικά του- πραγματοποίησε αυτό το Πρόγραμμα στήριξης μιας προσπάθειας που αξιολόγησε ότι μπορεί να έχει μέλλον.

     Γιατί μπορεί η ιδέα της ίδρυσης του Μουσείου να είναι υψηλή και ωραία, μπορεί πολλοί λόγοι να συνηγορούν στην ίδρυσή του στο συγκεκριμένο χώρο Η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για το μέλλον μας προβληματίζει  σοβαρά. Αν θέλουμε να στηριζόμαστε  σε ρεαλιστικά δεδομένα και να ενημερωθεί και το κοινό ρεαλιστικά  η Συλλογή που διαθέτει σήμερα 2.ΟΟΟ περίπου  αντικείμενα, καταγεγραμμένα στο βιβλίο Εισαγωγής και σε ειδικές καρτέλλες, συντηρημένα ικανοποιητικά ασφυκτιούν στο χώρο που σήμερα είναι διαθέσιμος γι αυτά. Το πρώτο και μεγάλο πρόβλημα του Μουσείου είναι η εξασφάλιση στέγης για να αναπνεύσει, να δημιουργήσει εργαστήρια συντήρησης, εργαστήρια μελέτης και οπωσδήποτε εκθεσιακούς χώρους που να ταιριάζουν στο αντικείμενο. Ο χώρος, που σήμερα διαθέτει, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο μέλλον για περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Μουσείου. Πρώτο, λοιπόν, μέλημα είναι η απόκτηση και επισκευή του κτηρίου  Σκλαβούνου, όπου θα αναπτυχθούν παράλληλα με τη Συλλογή Ψωμιών οι υπόλοιπες Συλλογές του Λαογραφικού Συλλόγου και παράλληλα θα αναδειχθεί ένα κτήριο με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ένα αρχοντικό με δραστηριότητες της καθημερινής  και επαγγελματικής ζωής της Αμφίκλειας.

  Εν κατακλείδι

- Με βάση τις αρχές ενός σύγχρονου μουσείου, το μονογραφικό Μουσείο του ψωμιού της Αμφίκλειας πρέπει να γίνει:
- Κέντρο έρευνας του πολιτισμού της περιοχής μέσα από τη μελέτη  και προβολή του βασικού αγροτικού προϊόντος της περιοχής των δημητριακών
- Τόπος διατήρησης, διάσωσης και αξιοποίησης του υλικού που έχει συγκεντρωθεί στους χώρους του.
- Σχολείο για τη μελέτη του παρελθόντος της περιοχής, την διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και την μεταλαμπάδευση στις νέες γενιές του σεβασμού προς την  ιστορική μνήμη και ζωοδότρα φύση της περιοχής.

     Κυρίες και Κύριοι, γνωρίζετε ασφαλώς ότι διαφορετικές κοινωνίες παράγουν διαφορετικές τέχνες, επειδή ο πολιτισμός γεννιέται από μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα διαφορετική συνήθως από ομάδα σε ομάδα. Το φαινόμενο αυτό είναι  ιδιαίτερα έκδηλο στον ελληνικό χώρο, όπου οι ιστορικές τύχες, οι διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες και η ιδιοσυγκρασία του πληθυσμού διαφοροποιούν τις κοινωνίες του ελληνικού χώρου οι οποίες διαμορφώνουν δική τους πολιτισμική ταυτότητα.  Ετσι γίνεται λόγος για Θράκες, Μακεδόνες, Κρητικούς, Θεσσαλούς κ.ά. Η ιδιαιτερότητα εκφράζεται με τη γλώσσα,  την τεχνολογία, τους διαφορετικούς τρόπους καλλιέργειας ή επεξεργασίας των πρώτων υλών.  Σήμερα ο πολιτισμός τείνει να είναι ομοιόμορφος εξαιτίας των μέσων επικοινωνίας και των συγκοινωνιών.  Την  ιδιαιτερότητα του πολιτισμού της περιοχής έχει χρέος να  παρουσιάσει μεταξύ των άλλων το μουσείο. ΄Οσο ακόμη δεν έχουν εξαφανισθεί τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού στην παραδοσιακή του μορφή, η ανίχνευση, η μελέτη και η παρουσίαση του παραδοσιακού τρόπου ζωής της περιοχής πρέπει να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς στόχους του μουσείου.

     Το Μουσείο που ξεκινά πρέπει να γνωρίζετε ότι ευρίσκεται στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του. Όπως καθετί νέο θέλει φροντίδα, στοργή και διάθεση για εργασία.  Για να ορθοποδήσει και να μπορέσει κάποτε να αποκτήσει αυτάρκεια. Αν δεν το κατορθώσει αυτό θα έρθει η στιγμή που θα μαραζώσει και θα κλείσει. Η  κατάλληλη στέγη και προπάντων η φροντίδα όλων των δημοτών, η χάραξη στρατηγικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας, θα δώσει το πραγματικό νόημα στο μουσείο και θα  εξασφαλίσει τη μακροζωία και την ανάπτυξή του.    

     Αφού αποφασίσατε ότι σας ενδιαφέρει η συνέχιση της προσπάθειας για τη δημιουργία του Μουσείου του Ψωμιού «Από το αλέτρι στο ψωμί» πρέπει να γνωρίζετε ότι το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών με το ειδικό επιστημονικό προσωπικό του, που ως τώρα συμπαραστάθηκε, αλλά και εγώ προσωπικά, θα είμαστε στη διάθεσή σας. Ελπίζω ότι η εκδήλωση αυτή θα αποτελέσει τη βάση  για μιά σημαντική πορεία του Μουσείου στο μέλλον.

-----------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις κειμένου

 (1) Η κοφινίδα σήμερα δεν υπάρχει. Ήταν ένα μεγάλο κοφίνι από χοντρές βέργες λυγαριάς (καναπίτσα την έλεγαν) και  από  μέσα αλειμμένη με λάσπη από χώμα άσπρο, ασπράδια αυγών και βουνιές βοδιών  ζυμωμένα με νερό). Όταν κάποιος έπλεκε την κοφ’νίδα  τον βοηθούσαν συγγενείς, φίλοι, συμπέθεροι, γειτόνοι και σαν μπιτίζανε (=τελείωναν) το πλέξιμο γινόταν φαγοπότι  και γλέντι. Η κοφ’νίδα έμενε αμετακίνητη σε  μια γωνιά στο κατώι. Η μεγαλύτερη χωρούσε 2 χιλιάδες οκάδες καρπό.  Τις κοφ’νίδες τις έδιναν τότε προίκα  στις κοπέλλες. 
 (2) Ψωμί από πίτουρα και αλεύρι δεύτερης κατηγορίας για τα σκυλιά του κοπαδιού. Το ζύμωναν ανελλιπώς ξεχωριστά για να ταϊσουν τα  σκυλιά. 
 (3) Η πρωτοχρονιάτικη πίττα στολίζεται συχνά με ένα φίδι από ζυμάρι. Είναι ο φύλακας του σπιτιού από κάθε κακό, ο «οικουρός όφις» των αρχαίων Ελλήνων, το φίδι του σπιτιού, όπως το λένε στην Αμφίκλεια. Γι αυτό και όταν το βρουν κάπου στο σπίτι, στο κατώι, στην αυλή,  κάτω από τη σκάλα κ.α. δεν το σκοτώνουν. Αγαθός Δαίμων, φύλακας και προστάτης οίκων  και πόλεων εις την αρχαίαν Ελλάδα, επιζεί στο πνεύμα και τις συνήθειες των νεωτέρων Ελλήνων ως «στοιχειό του σπιτιού» και επιφαίνεται ως οικουρός όφις,  τον οποίο σέβονται οι οικείοι και περιέπουν ως φύλακα και εγγυητή της ευτυχίας του οίκου. Έτσι στη Ζάκυνθο οι χωρικοί θέτουν τεμάχιο άρτου στην είσοδο της φωλιάς το, ενώ στη Λέρο  την  παραμονή της  πρωτοχρονιάς (1η Σεπτεμβρίου) τοποθετούν γλυκίσματα στο τραπέζι για να φάει τη νύχτα το στοιχειό και να γλυκαθεί.  (Γ. Α. Μέγα,  Ελληνικαί  εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, σ. 14).